ελαφρός, -ή, -ό

ελαφρός, -ή, -ό
ελαφρός, -ή, -ό και ελαφρύς, -ιά, -ύ και (α)λαφρός, -ή, -ό και (α)λαφρύς, -ιά, -ύ και (α)λαφριός, -ά, -ό επίρρ. και -ιά
1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα.
2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό από το σίδερο.
3. (για ρούχα και σκεπάσματα), ο λεπτός, που δεν προφυλάγει από το κρύο: Το χειμώνα δε φοράμε ελαφριά ρούχα.
4. μτφ., ο μη κουραστικός, ο ήπιος, ο ευκολοβάσταχτος: Ελαφριά δουλειά. – Ελαφρός πόνος.
5. μτφ. (για ανθρώπους), επιπόλαιος, ανόητος, ελαφρόμυαλος: Είναι λίγο ελαφρός ο καημένος, μην τον ξεσυνερίζεσαι.
6. μτφ. (για γυναίκες), που παραδίνεται στα αφροδίσια, που πορνεύεται.
7. (για λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα), ο ευκολονόητος, που δεν έχει βαθύτερο νόημα, ψυχαγωγικός: Ελαφρά τραγούδια.
8. (για φυσικά προϊόντα), αραιός, που δεν έχει πλούσια συστατικά: Ελαφρύς καφές.
9. που δε φαίνεται πολύ, που δεν είναι έντονος: Ελαφριά ειρωνεία.
10. (για τροφές), ο ευκολοχώνευτος, χωνευτικός: Οι άρρωστοι τρώνε ελαφρό φαΐ.
11. εύκολος: Αλαφρό το κανονάρχημα, δύσκολο το ψάλσιμο (παροιμ.).
12. (για αρώματα), που δεν προσβάλλει με ένταση τα οσφρητικά νεύρα, ανεπαίσθητος.
13. (για φάρμακα), που ενεργεί ήπια και όχι πολύ δραστικά: Ελαφρό καθαρτικό.
14. (για αρρώστιες), που δεν είναι βαρύς και επικίνδυνος: Ελαφρό κρυολόγημα.
15. (για ύπνο), όχι βαθύς, από τον οποίο εύκολα ξυπνάει κανείς.
16. (για άνεμο), ο μη βίαιος, ο ασθενής, ο ήπιος: Φυσούσε ελαφρό αεράκι.
17. (για ενέργειες), απαλός: Ελαφρό χάδι.
18. (για πολεμικά πλοία), που έχει μικρό σχετικά εκτόπισμα ή μικρό οπλισμό: Ελαφρό καταδρομικό.
19. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ελαφρά τα επάνω πανιά σε ιστιοφόρο πλοίο που έχει τετράγωνα πανιά, τα ψηλά πανιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐλαφρός — light in weight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρότερον — ἐλαφρός light in weight adverbial comp ἐλαφρός light in weight masc acc comp sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτάτων — ἐλαφρός light in weight fem gen superl pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέραις — ἐλαφρός light in weight fem dat comp pl ἐλαφροτέρᾱͅς , ἐλαφρός light in weight fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέρων — ἐλαφρός light in weight fem gen comp pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέρως — ἐλαφρός light in weight adverbial comp ἐλαφρός light in weight masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρῶν — ἐλαφρός light in weight fem gen pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen pl ἐλαφρόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐλαφρόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐλαφρόω pres part act masc nom sg ἐλαφρόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρόν — ἐλαφρός light in weight masc acc sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”